μαϊμουδισμός

μαϊμουδισμός
ο [μαϊμουδίζω]
1. το να φέρεται κάποιος σαν τη μαϊμού
2. ανόητη και γελοία μίμηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαϊμουδισμός — ο το μαϊμούδισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαϊμούδισμα — το [μαϊμουδίζω] μαϊμουδισμός …   Dictionary of Greek

  • πιθηκισμός — ο, ΝΜΑ [πιθηκίζω] η πράξη τού πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων τού πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) μσν. (για βάπτισμα έξω τής Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση τού χριστιανικού… …   Dictionary of Greek

  • πιθηκισμός — ο η τάση να μιμούμαι τους άλλους, μαϊμουδισμός ή μαϊμούδισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”